Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ: Το σφαγείο


Το μεσημέρι χτυπάνε στο γραφείο
μετρώ τους χτύπους τον πόνο μετρώ
είμαι θρεφτάρι μ’ έχουν κλείσει στο σφαγείο
σήμερα εσύ αύριο εγώ

Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα
μετρώ τους χτύπους το αίμα μετρώ
πίσω απ’ τον τοίχο πάλι θα `μαστε παρέα
τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ

Που πάει να πει
σ’ αυτή τη γλώσσα τη βουβή
βαστάω γερά, κρατάω καλά

Μες στις καρδιές μας αρχιναέι το πανηγύρι
τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ
τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ

Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
και το κελί μας κόκκινο ουρανό
Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
και το κελί μας κόκκινο ουρανό

Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα
μετρώ τους χτύπους το αίμα μετρώ
πίσω απ’ τον τοίχο πάλι θα `μαστε παρέα
τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ

Που πάει να πει
σ’ αυτή τη γλώσσα τη βουβή
βαστάω γερά, κρατάω καλά

Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
και το κελί μας κόκκινο ουρανό
Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
και το κελί μας κόκκινο ουρανό


Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Κωνσταντίνος Καβάφης «Ιθάκη»


Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι να είναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους κύκλωπας,
τον θυμωμένο ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στο δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μεν' η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους κύκλωπας,
τον άγριο ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι να 'ναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τί ευχαρίστηση, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοϊδωμένου.
Να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραμάτειες ν' αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι εβένους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά.
Σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους.

Πάντα στο νου σου να 'χεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί ειν' ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλο.
Καλύτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει
και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ' έδωσε το ωραίο ταξίδι.
Χωρίς αυτήν δεν θα 'βγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

Γιάννης Ρίτσος (1909-1990) - Ὁ ποιητὴς τῆς Ῥωμηοσύνης έφυγε σαν σήμερα.

                          I

Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό, 
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα, 
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο, 
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.
Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή, 

σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια, 
σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του, 
σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς. 
Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο. 
Μαρμάρωσαν τὰ δέντρα, τὰ ποτάμια κ᾿ οἱ φωνὲς μὲς στὸν ἀσβέστη τοῦ ἥλιου. 
Ἡ ρίζα σκοντάφτει στὸ μάρμαρο. Τὰ σκονισμένα σκοίνα. 
Τὸ μουλάρι κι ὁ βράχος. Λαχανιάζουν. Δὲν ὑπάρχει νερό. 
Ὅλοι διψᾶνε. Χρόνια τώρα. Ὅλοι μασᾶνε μία μπουκιὰ οὐρανὸ πάνου ἀπ᾿ τὴν πίκρα τους. 
Τὰ μάτια τους εἶναι κόκκινα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια, 
μία βαθειὰ χαρακιὰ σφηνωμένη ἀνάμεσα στὰ φρύδια τους 
σὰν ἕνα κυπαρίσσι ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνὰ τὸ λιόγερμα.
Τὸ χέρι τους εἶναι κολλημένο στὸ ντουφέκι 
τὸ ντουφέκι εἶναι συνέχεια τοῦ χεριοῦ τους 
τὸ χέρι τους εἶναι συνέχεια τῆς ψυχῆς τους - 
ἔχουν στὰ χείλια τους ἀπάνου τὸ θυμὸ 
κ᾿ ἔχουνε τὸν καημὸ βαθιὰ-βαθιὰ στὰ μάτια τους 
σὰν ἕνα ἀστέρι σὲ μία γοῦβα ἁλάτι.
Ὅταν σφίγγουν τὸ χέρι, ὁ ἥλιος εἶναι βέβαιος γιὰ τὸν κόσμο 
ὅταν χαμογελᾶνε, ἕνα μικρὸ χελιδόνι φεύγει μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἄγρια γένειά τους 
ὅταν κοιμοῦνται, δώδεκα ἄστρα πέφτουν ἀπ᾿ τὶς ἄδειες τσέπες τους 
ὅταν σκοτώνονται, ἡ ζωὴ τραβάει τὴν ἀνηφόρα μὲ σημαῖες καὶ μὲ ταμποῦρλα.
Τόσα χρόνια ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι διψᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται 
πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα, 
ἔφαγε ἡ κάψα τὰ χωράφια τους κ᾿ ἡ ἁρμύρα πότισε τὰ σπίτια τους 
ὁ ἀγέρας ἔριξε τὶς πόρτες τους καὶ τὶς λίγες πασχαλιὲς τῆς πλατείας 
ἀπὸ τὶς τρῦπες τοῦ πανωφοριοῦ τους μπαινοβγαίνει ὁ θάνατος 
ἡ γλῶσσα τους εἶναι στυφὴ σὰν τὸ κυπαρισσόμηλο 
πέθαναν τὰ σκυλιά τους τυλιγμένα στὸν ἴσκιο τους 
ἡ βροχὴ χτυπάει στὰ κόκκαλά τους.
Πάνου στὰ καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τὴ σβουνιὰ καὶ τὴ νύχτα 
βιγλίζοντας τὸ μανιασμένο πέλαγο ὅπου βούλιαξε 
τὸ σπασμένο κατάρτι τοῦ φεγγαριοῦ.
Τo ψωμὶ σώθηκε, τὰ βόλια σώθηκαν, 
γεμίζουν τώρα τὰ κανόνια τους μόνο μὲ τὴν καρδιά τους.
Τόσα χρόνια πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα 
ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται καὶ κανένας δὲν πέθανε - 
πάνου στὰ καραούλια λάμπουνε τὰ μάτια τους, 
μία μεγάλη σημαία, μία μεγάλη φωτιὰ κατακόκκινη 
καὶ κάθε αὐγὴ χιλιάδες περιστέρια φεύγουν ἀπ᾿ τὰ χέρια τους 
γιὰ τὶς τέσσερις πόρτες τοῦ ὁρίζοντα.